κοὐδ'

κοὐδ'
οὐδέ , οὐδέ
but not
indeclform (particle)
οὐδέ , οὐδός 1
threshold
masc voc sg
οὐδέ , οὐδός 2
way
fem voc sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαθούνα — η μεγάλο καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάθι + ούνα (πρβλ. κουδ ούνα)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρούνι — κεντρούνι, τὸ (Μ) κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ούνι (πρβλ. κουδ ούνι, πιγ ούνι) ή απευθείας από το ουσ. κέντρων] …   Dictionary of Greek

  • μαλαθούνα — η πλεκτό καλάθι πλεγμένο από στελέχη σταχιών τού σταριού, βούρλων κ.ά. φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάθα + επίθημα ούνα (πρβλ. καλαθ ούνα, κουδ ούνα] …   Dictionary of Greek

  • μαλαθούνι — το καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάθα + επίθημα ούνι (πρβλ. καλαθ ούνι, κουδ ούνι)] …   Dictionary of Greek

  • φυσούνι — το, Ν 1. η φυσούνα 2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή τής Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε ούνι (πρβλ. κουδ ούνι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”